Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οὐ μὴν ἀλλά

См. также в других словарях:

  • ου μην αλλά — (ΑΜ οὐ μὴν αλλά) αλλ όμως, μολονότι, προσέτι («οὐ μὴν ἀλλ ἐπέμεινεν ὁ Κῡρος... καὶ ὁ ἵππος ἐξανέστη», Ξεν.) μσν. αρχ. 1. oὐ μὴν ἀλλὰ καί προσέτι, προς τούτοις, εκτός από αυτά και... («οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῡ ἐγκλήματος τούτου δῆλόν ἐστιν»,… …   Dictionary of Greek

  • μην — Πρώτος ιστορικός φαραώ της Αιγύπτου. Ανέβηκε στον θρόνο το 3300 π.Χ. Ήταν ο ιδρυτής της πρώτης θινιτικής δυναστείας. Καταγόταν από την Άνω Αίγυπτο και έχτισε την πόλη Μέμφιδα, την οποία έκανε και πρωτεύουσά του. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός και… …   Dictionary of Greek

  • αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… …   Dictionary of Greek

  • μη όπως — μὴ ὅπως και μὴ ὅτι (Α) (ελλειπτικές φρ.) 1. όχι μόνο να μην... αλλά ούτε να... 2. (όταν ακολουθεί το αλλά ή αρνητικό το οποίο υπάρχει ή υπονοείται) όχι απλώς («μὴ ὅτι ἰδιώτην τινά, ἀλλὰ τὸν μέγαν βασιλέα», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • FAVISSA — apud A. Gell. l. 2. c. 10. Catulus voluisse se aream Capitolinam deprimere sed facere id non quisse, quoniam favissae impedissent: Graece θησαυρὸς, quasi Flavissa, dicta est Q. Val. Sorano, quod in eas non rude aes argentumqueve, sed flata… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MACHINA — rpo thesauro snbterraneo, apud Livium, l. 39. c. 50. Admonent deinde quidam, esse thesaurum publicum sub terra, saxô quadratô septum. eo vinctus demittitur, et saxum ingens, quô operitur, machina superimpositum est: quibus verbis id refert, quod… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • нъ — (> 10000) I. Союз. 1.Противит. Указывает на противопоставление членов предлож. или частей сложного предлож. Но, а: молю же вьсѣхъ почитаѭщихъ не мозѣте клѧти. нъ исправльше. почитаите. ЕвОстр 1056–1057, 294г (запись); нѣмчина не сажати в… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μειρακιεύομαι — και μειρακεύομαι (Α) [μειράκιον] 1. συμπεριφέρομαι σαν παιδί, είμαι ντροπαλός ή ναζιάρης, παιδιαρίζω («οὐ μὴν ἀλλὰ κἀκείνην ἐπειρᾱτο προοπαίζων καὶ μειρακιευόμενος ἱλαρωτέραν ποιεῑν ὁ Ἀντώνιος», Πλούτ.) 2. γίνομαι έφηβος, μεταβαίνω στην εφηβική… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»